-
1 отряд
отрядм1. τό ἀπόσπασμα:партизанский \отряд τό παρτιζάνικο ἀπόσπασμα, τό ἀπόσπασμα ἀνταρτών· головной \отряд воен. ἡ προφυλακή, ἡ ἐμπροσθοφυλακἤ пионерский \отряд τό ἀπόσπασμα τῶν πιονέρων передовой \отряд τό πρωτοπόρο ἀπόσπασμα·2. биол. ἡ τάξις. -
2 отряд
отряд м το απόσπασμα, το τμήμα· передовой \отряд το πρωτοπόρο απόσπασμα* * *мτο απόσπασμα, το τμήμαпередово́й отря́д — το πρωτοπόρο απόσπασμα
-
3 выдержка
I выдержка II ж 1) (самообладание ) η αυτοκυριαρχία 2) (стойкость) η σταθερότητα, η αντοχή II выдержка Ι ж (цитата ) το απόσπασμα* * *I ж( цитата) το απόσπασμαII ж1) ( самообладание) η αυτοκυριαρχία2) ( стойкость) η σταθερότητα, η αντοχή -
4 отрывок
-
5 передовой
передовой 1) πρωτοπόρος· \передовой отряд το προτωπόρο απόσπασμα 2) προχωρημένος (высокоразвитый); προοδευτικός (прогрессивный)' \передовойые страны οι προοδευτικές χώρες; \передовой метод η προοδευτική μέθοδος ◇ \передовойая статья το κύριο άρθρο* * *1) πρωτοπόροςпередово́й отря́д — το προτωπόρο απόσπασμα
2) προχωρημένος ( высокоразвитый); προοδευτικός ( прогрессивный)передовы́е стра́ны — οι προοδευτικές χώρες
передово́й ме́тод — η προοδευτική μέθοδος
••передова́я статья́ — το κύριο άρθρο
-
6 фрагмент
-
7 цитата
-
8 цитировать
-
9 выписка
выпискаж1. (из книг, документов) τό ἀπόσπασμα, ἡ περικοπή (συγγράμματος, βιβλίου κ.λ.π.)/ канц. τό ἀπόσπασμα, τό ἀντίγραφον:\выписка из метрической книги τό ἀντίγραφον μητρώου γεννήσεως·2. (газет, журналов) ἡ συνδρομή·3. (из больницы и т. п.) τό ἐξιτήριο[ν], ἡ ἀπόλυση. -
10 команда
команд||аж1. (приказ) ἡ διαταγή, ἡ ἐντολή, ἡ προσταγή, τό πρόσταγμα:подавать \командау δίδω διαταγήν, διατάζω, διατάσσω· слова \командаы ἡ διαταγή, τό πρόσταγμα· 2· (воинская часть) τό ἀπόσπασμα στρατού, ἡ ὁμάς; саперная \команда τό ἀπόσπασμα μηχανικοῦ·3. мор. τό πλήρωμα·4. спорт. ἡ ὀμάδα [-άς]:футбольная \команда ἡ ποδοσφαιρική ὁμάδά ◊ пожарная \команда τό πυροσβεστικό σώμα. -
11 отрывок
отрыв||окм τό ἀπόκομμα, τό κομμάτι, τό ἀπόσπασμα:\отрывок романа τό ἀπόσπασμα μυθιστορήματος· \отрывокки из опер κομμάτια (или ἀποσπάσματα) ἀπό ὀπερες. -
12 команда
-ы θ.1. προσταγή, -γμα, διαταγή, παράγγελμα•давать -у δίνω παράγγελμα•
слова -ы οι λέξεις του παραγγέλματος.
2. διοίκηση•принять -у αναλαμβάνω τη διοίκηση.
3. απόσπασμα, τμήμα, ομάδα•команда разведчиков ομά-δαι ανιχνευτών•
сапёрная команда τμήμα μηχανικού•
пулемётная команда ομάδα πολυβόλων - пожарная команда τμήμα πυροσβεστικής•
спасительная команда τμήμα διάσωσης ή σωτηρίας•
жандармская команда απόσπασμα χωροφυλακής.
4. το πλήρωμα σκάφους.(αθλτ.) ομάδα•футбольная команда ποδοσφαιρική ομάδα.
εκφρ.как по -е – σαν με το παράγγελμα, ταυτόχρονα•доложить (донести) по -е – αναφέρω στον ανώτερο μου (διοικητή μου). -
13 отрывок
-вка α. τεμάχιο, κομμάτι, τμήμα, μέρος• απόκομμα, απόσπασμα• χωρίο, περικοπή•отрывок стихотворения απόσπασμα ποιήματος•
романа περικοπή μυθιστορήματος•
отрывок из оперы μέρος από μελόδραμα.
-
14 отряд
-а α.1. απόσπασμα, τμήμα•отряд пехоты απόσπασμα πεζικού•
десантный отряд αποβατικό τμήμα•
головной отряд εμπροσθοφυλακήπροφυλακή.
2. ομάδα•пионерский отряд πιονέρικη ομάδα•
пе-редовби отряд πρωτοπόρο τμήμα.
3. τάξη, κλάση, κατηγορία•отряд грызунов η τάξη των τρωκτικών.
-
15 выдержка
I.1.(выносливость) η αντοχή2. (древесины) η ξήρανση 3. (время освещения) кфт. о χρόνος έκθεσης (στο φως). II.(цитата) το απόσπασμα.Русско-греческий словарь научных и технических терминов > выдержка
-
16 выписка
1. (выдержка, цитата) το απόσπασμα 2. (какого-л. документа) η έκδοσ/η 3. (документ, часть текста) το αντίγραφο 4. (газет, журналов) η συνδρομή 5. (напр. из больницы) το εξιτήριο.Русско-греческий словарь научных и технических терминов > выписка
-
17 кинокадр
το απόσπασμα (της) κινηματογραφικής ταινίας.Русско-греческий словарь научных и технических терминов > кинокадр
-
18 отрывок
1. (часть чего-л. целого) το κομμάτι, το τμήμα, το μέρος, το τεμάχιο, το απόκομμα 2. (часть произведения, статьи и т.п.) το απόσπασμα, το κομμάτι, το χωρίο, η περικοπή.Русско-греческий словарь научных и технических терминов > отрывок
-
19 протокол
το πρακτικ/ό, το πρωτόκολλοРусско-греческий словарь научных и технических терминов > протокол
-
20 раздел
1. (деление на части) η διανομή, η κατανομή, το μοίρασμα, η μοιρασιά, η διαίρεση 2. (часть целого) το τμήμα- науки ο τομέας της επιστήμης, ο κλάδος της επιστήμης- текста книги το κεφάλαιο, το χωρίο (του κειμένουτου βιβλίου) Заграница между чём-л.) τα σύνοραРусско-греческий словарь научных и технических терминов > раздел
См. также в других словарях:
ἀπόσπασμα — that which is torn off neut nom/voc/acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
απόσπασμα — το (ΑΜ ἀπόσπασμα) μσν. νεοελλ. τμήμα συγγραφικού κειμένου, χωρίο, περίοδος, φράση νεοελλ. 1. τμήμα στρατού ή χωροφυλακής, το οποίο αποσπάται για την εκτέλεση ειδικής υπηρεσίας 2. το εκτελεστικό απόσπασμα στο οποίο ανατίθεται θανατική εκτέλεση αρχ … Dictionary of Greek
απόσπασμα — το ατος 1. εκείνο που αποσπάται από ένα σύνολο, μέρος, τμήμα: Στην επιστολή του παραθέτει και απόσπασμα από τη γνωμάτευση του νομικού συμβουλίου. 2. τμήμα στρατού ή χωροφυλακής που κάνει ορισμένη υπηρεσία: Αποσπάσματα στρατού και χωροφυλακής… … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
ἀποσπάσμασιν — ἀπόσπασμα that which is torn off neut dat pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἀποσπάσματα — ἀπόσπασμα that which is torn off neut nom/voc/acc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἀποσπάσματι — ἀπόσπασμα that which is torn off neut dat sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἀποσπάσματος — ἀπόσπασμα that which is torn off neut gen sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
Order of battle of the Hellenic Army in the First Balkan War — The following is the order of battle of the Hellenic Army during the First Balkan War. Contents 1 Background 2 Mobilization 3 Army of Thessaly 4 Army of Epirus … Wikipedia
Ελλάδα - Μουσική — ΑΡΧΑΙΑ ΛΥΡΙΚΗ ΠΟΙΗΣΗ Είναι γνωστό ότι η καταγωγική περιοχή της αρχαίας ελληνικής ποίησης βρίσκεται στις θρησκευτικές τελετουργίες. Ωστόσο, το κύριο σώμα της λυρικής ποίησης χαρακτηρίζεται από έναν ανεξάρτητο χαρακτήρα την εποχή κατά την οποία… … Dictionary of Greek
Боевой состав греческой армии во время Первой Балканской войны — Ниже описан боевой состав греческой армии в Первую Балканскую войну. Содержание 1 Предыстория 2 Мобилизация 3 Боевой состав … Википедия
δείγμα — το (AM δεῑγμα) [δείκνυμι] 1. μικρή ποσότητα ή μέρος που επιδεικνύεται για να σχηματιστεί αντίληψη για το όλο (α. «δείγμα υφάσματος» β. «δείγματα χρωμάτων» γ. «ὥσπερ δὲ τῶν καρπῶν ἐξενεγκεῑν ἑκάστου δεῑγμα πειράσομαι» θα προσπαθήσω να παρουσιάσω… … Dictionary of Greek